- ψύττω
- Αβλ. φτύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
ψυττόν — τὸ, Α [ψύττω] (κατά τον Ησύχ.) πτύελο, απόχρεμμα … Dictionary of Greek